- ἀντίρρινον
- ἀντίρρινονcalf's snoutneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀντιρρίνου — ἀντίρρινον calf s snout neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίρρινα — ἀντίρρινον calf s snout neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Antirrhinum — Snapdragon redirects here. For other uses, see Snapdragon (disambiguation). Antirrhinum Snapdragon Scientific classification Kingdom … Wikipedia
ANTIRRHINUM vel ANTIRRHIZUM — ANTIRRHINUM, vel ANTIRRHIZUM herba olim multum ad Magicos usus adhibita. Ad famam enim et dignitatem comparandam aliquid facere, prodidêre nonnulli, apud Theophrastum Histor. Plantar. l. 9. c. 21. Εὔκλειαν γάρ φασιν ἀεὶ ποιεῖν τὸ ἀντίῤῥιζον… … Hofmann J. Lexicon universale
ανάρρινον — ἀνάρρινον, το (Α) [ρις] 1. χόρτο δριμύ στη γεύση, το κάρδαμο 2. φυτό αντίρρινον (κατά τον βοτανικό Διοσκορίδη) 3. αυτό που προκαλεί φτάρνισμα … Dictionary of Greek
πιθήκιο(ν) — το, ΝΜΑ [πίθηκος] (υποκορ. τού πίθηκος) μικρός πίθηκος, πιθηκάκι, μαϊμουδίτσα νεοελλ. ζωολ. γένος πλατύρρινων νυκτόβιων πιθήκων τής Νότιας Αμερικής με μικρό, συμμαζεμένο σώμα και θυσανωτή ουρά αρχ. 1. βάθρο που στηριζόταν σε δύο πλοία και πάνω… … Dictionary of Greek